- ὑποδιμερής
- ὑποδιμερήςin the ratio ofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδιμερής — ές, Α αυτός που έχει λόγο ίσο με 3/5. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διμερής «αυτός που αποτελείται από δύο μέρη»] … Dictionary of Greek